- ε
- (I)(Μ ἔ) επιφών.εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!»)2. θαυμασμό3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός τού λαχείου!»)νεοελλ.1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!»)2. κλήση («ε! εσένα μιλάω, δεν ακούς;»).————————(II)ἕ (Α)αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου για αυτοπάθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το τρίτο πρόσωπο ἕ, ἑ τής προσωπικής αντωνυμίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *se- / *swe-. Οι επικοί τ. ε, ευ, έθεν στους οποίους δεν εμφανίζεται δίγαμμα προέρχονται από τη ρίζα *se-, η οποία απαντά επίσης στα λατ. se, αρχ. σλαβ. sę, γοτθ. si-k. Τα ομηρ. (F)έ, παμφυλ. Fhe ανάγονται στη ρίζα *swe- που απαντά επίσης στο αρχ. ινδ. sva-. Η δοτ. οι < *soi που απαντά στα αρχ. περσ. šay, αβεστ. hẽ, αρχ. ινδ. se. To ομηρικό εέ, εοί, που σπάνια μαρτυρείται στον Όμηρο, προϋποθέτει ρίζα *sewe- πρβλ. λιθ. save-. Τέλος με επιθετικοποίηση τών *swe-, *sewe- προήλθαν τα κτητικά *swo-s > (F)ός και *sewo-s > ἑός που αντιστοιχεί στα αρχ. ινδ. sva, λατ. suus].————————(III)(AM ἔ, και κατ' επανάληψη ἔ ἔ ἔ ἔΑ και ἐέ ή ἐή)επιφώνημα πόνου ή θλίψεως.
Dictionary of Greek. 2013.